μνησίκακος — bearing malice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησίκακος — η, ο (ΑΜ μνησίκακος, ον) αυτός που διατηρεί στη μνήμη του κακό το οποίο κάποτε υπέστη και επιδιώκει να πάρει εκδίκηση, εκδικητικός («ἐν ὁδοῑς δικαιοσύνης ζωῆς, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον», Αριστοτ.). Επιρρ. μνησίκακα με μνησίκακο τρόπο.… … Dictionary of Greek
μνησικάκως — μνησίκακος bearing malice adverbial μνησίκακος bearing malice masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησίκακον — μνησίκακος bearing malice masc/fem acc sg μνησίκακος bearing malice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικάκοις — μνησίκακος bearing malice masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικάκου — μνησίκακος bearing malice masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικάκους — μνησίκακος bearing malice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικάκων — μνησίκακος bearing malice masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικάκῳ — μνησίκακος bearing malice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησίκακοι — μνησίκακος bearing malice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)